- κατωπία
- κατωπία ἡ (Α) [κατωπός]το να κοιτάζει κανείς θλιμμένα προς τα κάτω, κατήφεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατωπιάσαι — κατωπιά̱σᾱͅ , κατωπιάω cast the eyes down pres part act fem dat sg (doric) κατωπιά̱σαῑ , κατωπιάω cast the eyes down aor opt act 3rd sg (attic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατωπιώ — κατωπιῶ, άω, επικ. μτχ. κατοπιόων (Α) [κατωπία] ρίχνω το βλέμμα μου προς τα κάτω … Dictionary of Greek
κατωπιᾶν — κατωπιάω cast the eyes down pres part act masc voc sg (doric aeolic) κατωπιάω cast the eyes down pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) κατωπιάω cast the eyes down pres part act masc nom sg (doric aeolic) κατωπιᾶ̱ν , κατωπιάω cast the… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)